πύρεθρο

πύρεθρο
(χρυσάνθεμον το κινεραριόφυλλον). Φυτό ποώδες της οικογένειας των συνθέτων η κομποζίτων (δικοτυλήδονα), που φυτρώνει άγριο σε πετρώδεις περιοχές της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας και κατά μήκος της Αδριατικής. Τα άνθη του (κεφάλια), αφού αποξηρανθούν, μετατρέπονται σε σκόνη, με εντομοκτόνες ιδιότητες. Άνθη πύρεθρου από τα οποία παράγεται σκόνη με εντομοκτόνες ιδιότητες.
* * *
το / πύρεθρον, ΝΜΑ
πολυετές ποώδες φυτό που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, αποτελεί γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα και περιλαμβάνει 40-50 είδη τα οποία είναι ιθαγενή κυρίως τής Δυτικής Ασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + επίθημα -ε-θρον (βλ. λ. -θρον). Το -ε- τού επιθήματος είναι πιθ. αναλογικό προς το επίθημα -εθρον ορισμένων τύπων που προέρχονται από θ. με δισύλλαβες ρίζες (πρβλ. φαρύγγ-ε-θρον: φάρυγξ). Το φυτό ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω τών θερμαντικών του ιδιοτήτων. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. νεολατ. pyrethrum].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πύρεθρος — ο, Ν βοτ. το φυτό πύρεθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πύρεθρο(ν) με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • δορύκνιο — το (Α δορύκνιον) το φυτό στρύχνο το μανικό αρχ. 1. το φαρμακευτικό φυτό περιαλλόκαυλο το ελαιόφυλλο 2. το φυτό μελισσόφυλλο, μελισσόχορτο 3. το ποώδες φυτό πύρεθρο …   Dictionary of Greek

  • ινουλίνη — Αποταμιευτικός πολυσακχαρίτης, που συναντάται σε ορισμένα φυτά, όπως στο ρίζωμα της ντάλιας, της γλυκοπατάτας, του κιχωρίου κ.ά. Έχει τη μορφή λευκής σκόνης, είναι διαλυτή στο βραστό νερό και δεν δίνει χρωματική αντίδραση με το ιώδιο, σε αντίθεση …   Dictionary of Greek

  • μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… …   Dictionary of Greek

  • περιδιάβασμα — το, Ν [περιδιαβάζω] 1. περιδιάβαση 2. βιολ. το φυτό πύρεθρο το παρθένιο, κν. βασκαντήρα, παρθενούδι, βάρτσαμος …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • πυρίτιδα — (μπαρούτι). Στερεή εκρηκτική ύλη που χρησιμοποιείται για την εκτόξευση ενός βλήματος από πυροβόλο όπλο, για την προώθηση πολεμικού μηχανήματος κ.ά. * * * η / πυρῑτις, ίτιδος, ΝΜΑ νεοελλ. φρ. «άκαπνη πυρίτιδα» εκρηκτική ύλη από νιτροβάμβακα… …   Dictionary of Greek

  • πύρινος — (I) η, ο / πύρινος, η, ον, ΝΜΑ [πῡρ] αυτός που αποτελείται από φωτιά, αυτός που καίει, ο διάπυρος («πύρινα ἄστρα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. ένθερμος, διακαής («πύρινος έρωτας») αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύρινον το φυτό πύρεθρο 2. φρ. α) «πύρινον… …   Dictionary of Greek

  • πύρωθρον — τὸ, Α το πύρεθρο(ν). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρῶ (II) «πυρακτώνω, θερμαίνω» + κατάλ. θρον* (πρβλ. ζύγω θρον, καρκίνω θρον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”